Αγιολογικά

Θεοδώρα η βασίλισσα Άρτας, Οσία

Γεννήθηκε περί το 1210 στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα, η οποία προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα. Ο πατέρας της οσίας, Ιωάννης, είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Πέθανε όμως γρήγορα αφήνοντας την οσία Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο θείος της, Δούκας της Ηπείρου, Θεόδωρος, ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη. Έτσι η οσία έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη. Η πνευματική της καλλιέργεια, η ωριμότητα και το κάλλος της οσίας εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β', που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια. Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το 1230. Με μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, όπου ο Μιχαήλ Β' ανακηρύσσεται Δεσπότης και η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η οσία δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της ούτε υπέπεσε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Αντιθέτως, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη επιδόθηκε σε έργα ελεημοσύνης, υπηρετώντας το Θεό και τους ανθρώπους. Ο συζυγός της Μιχαήλ, ωστόσο, σύντομα παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία εξαιτίας μιας Αρτινής αρχόντισσας, την Γαγγρινή. Αυτή κατορθώνει να σκλαβώσει τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος εναντίον της συζύγου του. Με εντολή του απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την οσία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο για αυτήν στα ανάκτορα, ούτε το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους. Σε αυτές τις κακόβουλες ενέργειες του άνδρα της η οσία αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα και χωρίς καμιά βοήθεια εγκαταλείπει, όντας έγκυος, τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας όμως, αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής, αντιδρούν δυναμικά. Διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον άρχοντα τους να αλλάξει ζωή. Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα. Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του. Και μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου ο Δεσπότης Μιχαήλ Β' κοιμήθηκε εν Κυρίω. Η οσία τότε αποφασίζει να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή. Ζει για δέκα χρόνια ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, τη σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας, και παραδίδει το πνεύμα της μεταξύ των ετών 1281 και 1285. Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάσθηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.